- στεφανώδης
- στεφᾰν-ώδης, ες,A like a wreath, wreathed,
χλόα E.IA1058
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλόα E.IA1058
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφανώδης — ῶδες, Α [στέφανος] όμοιος με στέφανο, πλεγμένος σαν στεφάνι … Dictionary of Greek
στεφανώδει — στεφανώδης like a wreath masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στεφανώδης like a wreath masc/fem/neut dat sg στεφανώδεϊ , στεφανώδης like a wreath dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανοειδής — ές, Μ όμοιος με στέφανο, στεφανώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + ειδής*] … Dictionary of Greek